οινομαγειρείο(ν)

οινομαγειρείο(ν)
το закусочная, трактир, таверна

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "οινομαγειρείο(ν)" в других словарях:

  • οινομαγειρείο — το [οινομάγειρος] μαγειρείο, εστιατόριο στο οποίο προσφέρεται και πωλείται οίνος, ταβέρνα …   Dictionary of Greek

  • οινομαγειρείο — το εστιατόριο λαϊκό, αλλ. ταβέρνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπηλείο ή καπηλειό — Γενική ονομασία για το οινοπωλείο, το οινομαγειρείο, την ταβέρνα, την καντίνα. Στην αρχαία Ελλάδα, κ. ονομαζόταν ο υπαίθριος χώρος ή το κατάστημα όπου οι κάπηλοι (έμποροι) μεταπωλούσαν λιανικώς διάφορα εμπορεύματα ή προϊόντα, όπως ψωμί, λάδι,… …   Dictionary of Greek

  • Μάρλοου, Κρίστοφερ — (Christopher Marlowe, Καντέρμπουρι 1564 – Ντέπτφορντ, Λονδίνο 1593). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ, όπου διακρίθηκε ως μελετητής των κλασικών και μεταφραστής του Οβίδιου και του Λουκιανού. Άρχισε να… …   Dictionary of Greek

  • Φρανς, Ανατόλ — (France, Παρίσι 1844 – 1924). Ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα Ιάκωβου Ανατόλιου Τιμπό. Ο νεαρός Φ. πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο βιβλιοπωλείο του πατέρα του, βυθισμένος στην ανάγνωση αναρίθμητων τόμων. Τα κλασικά γράμματα, οι καλές τέχνες, οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»